ὠμοπλάτης

ὠμοπλάτης
ὠμοπλάτη
shoulder blade
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ωμοπλάτης — ὁ, Μ [ὠμοπλάτη] η ωμοπλάτη …   Dictionary of Greek

  • σπάλα — η, Ν 1. ζωοτ. το οστό τής ωμοπλάτης 2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού τού σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό τής ωμοπλάτης 3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» τεμάχιο χοιρινού κρέατος το… …   Dictionary of Greek

  • ακρώμιο — το (Α ἀκρώμιον) η άκανθα, η απόφυση τής ωμοπλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ωμιον < ὦμος. Η λ. πέρασε και στην ξενική ορολογία τής ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion. ΠΑΡ. νεοελλ. ακρωμιαίος, ακρωμιακός, ακρωμίαση. ΣΥΝΘ.… …   Dictionary of Greek

  • αμνοσκοπία — η είδος μαντείας, κατά την οποία προσπαθούν να προμαντέψουν το μέλλον εξετάζοντας τα οστά τής ωμοπλάτης τού αμνού, που σφάζεται σε ορισμένες επίσημες ημέρες. Μολονότι η λέξη δεν μαρτυρείται κατά την αρχαιότητα, η αμνοσκοπία θα πρέπει να αναχθεί… …   Dictionary of Greek

  • δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… …   Dictionary of Greek

  • διχάλα — η και διχάλι, το (AM διχάλα) νεοελλ. 1. κάθε αντικείμενο, φυσικό ή τεχνητό, με δύο σκέλη 2. παιδικό παιχνίδι με διχαλωτό σχήμα, σφεντόνα, λάστιχο 3. το γεωργικό εργαλείο δίκρανο 4. το σχήμα που σχηματίζει το κόκαλο τής ωμοπλάτης αρχ. η γωνία που… …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κορακοβραχιόνιος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βραχιόνιο οστό και στην κορακοειδή απόφυση τής ωμοπλάτης (α. «κορακοβραχιόνιος μυς» ο μυς που εκτείνεται από την κορακοειδή απόφυση ώς την πρόσθια επιφάνεια τού βραχιόνιου οστού β. «κορακοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

  • κορακοειδής — ές (ΑM κορακοειδής, ές και κορακώδης, ες) αυτός που μοιάζει με κόρακα νεοελλ. 1. αγκιστροειδής 2. φρ. «κορακοειδής απόφυση» ανατ. προεξοχή τού άνω χείλους τού οστού τής ωμοπλάτης στην οποία προσφύονται πολλοί μύες και σύνδεσμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κουτάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Τα Κ. βρίσκονται Β της Καλαμάτας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * η 1. μεγάλο κουτάλι 2. κοινή ονομασία τής ωμοπλάτης που συνδέει το χέρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”